- ἐξονομακλήδην
- ἐξ - ονομα - κλήδην: calling out the name, by name, Il. 22.415.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξονομακλήδην — ἐξονομακλήδην (Α) επίρρ. ονομαστικά, με τ όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν] … Dictionary of Greek
ἐξονομακλήδην — by name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)